top of page

Μυρτώ Κουκοδήμου

στον κ. Γιάννη

αυτοσαρκάζονται

στο δρόμο για το καραβάνι

κάνουν tricks. 

σ' ένα του δρόμου καπηλειό

-  κοιτάζω το δρόμο 

και μοιάζει παράξενο

 

πάντοτε στο δρόμο μου είναι σούρουπο

και φωτίζεται η μακριά του ουρά 

από το γλυκό φως του απογεύματος

βαθύ

 

φτάνει και περνάει πέρα

πέρα απ' τη στροφή 

κοιτάω το δρόμο μου

τον περπάτησα καιρό 

κάπου γνώρισα τα ίχνη του 

οι πλαγιές του αγγίζουν 

πέρα από 'δω 

 

στο πήγαινε ή ​

στο γυρισμό 

γιατί 

το σημείο μου δεν έχει αρχή

και παίρνει μορφή 

σχηματίζεται 

στην αλλαγή 

μερικές φορές όταν στέκομαι

και αγναντεύω το δρόμο μου να τρέχει

να φεύγει

- χάνεται, ταξιδεύει

ακούω τους ήχους από ένα του δρόμου 

καπηλειό

τους ακολουθούν οι απόηχοι 

τους δρόμους μας 

- μοναχικοί 

από ένα, δύο, τρία...

από ένα φωτισμένο του δρόμου

καπηλειό. 

απόγευμα στην Αθήνα 

ερωτεύτηκα το καλοκαίρι

συνεπώς

το μυθοποίησα ξανά

 

πέρυσι  γνώρισα ξανά το καλοκαίρι

άκουσα τη χροιά του να μιλά

 

και το τραγούδι ακούγεται

μες στα σοκάκια στην Αθήνα

και στις συναυλίες που πάνε τα παιδιά

 

κι αν σου έλεγα κάτι

θα ήταν αυτό

να ‘ναι η ζωή σου σαν μια μεγάλη

συναυλία

 

και τα κεράσια αναμένουνε στο δέντρο

να συναντήσουνε τα χείλη σου

να σου δανείσουν

το βαθύ τους χρώμα

 

(θα το χάριζες σε μένα;)

 

χαζεύω τα φύλλα πως παίζουν στον άνεμο

και η μέρα βάφει τα όνειρα,

η νύχτα τα κεντάει

 

περιμένω τώρα τους τζίτζικες

 

περπατώ

ακολουθάω, λέω, το δρόμο

 

ακούω εκείνη την κοπέλα

παίζει την κιθάρα της

τραγουδά

 

για το ξεστράτημα

μες στον παράξενό μας κόσμο

και πάλι γελάμε

 

προσεχώς καλύτερα

είπαμε

και με τον ποταμό κυλάμε

κι εγώ νιώθω πότε-πότε

λες και αιωρούμαι στον αέρα

στέκομαι λες κι έχω ισορροπήσει

στο κενό

 

ταυτόχρονα δημιουργία και

διαμελισμός

 

πατώ μέσα στον άνεμο

(γυρνώ)

 

τον ακούω πως σφυρίζει

πως γελά

γελώ κι εγώ

 

- αναμένω να σε δω

 

παραμύθια στην πόλη

 

φυλάει τις ιστορίες μας

το απόγευμα.

(κάποτε όταν) ξημερώνει

ξημερώνει

 

[παράξενο]

είπε το πρωί
όπως περπατούσε νυσταγμένο

να συναντήσει την αυγή

 

[γιατί παράξενο;]

ρώτησε τρυφερά η αυγή

γιατί απρόσμενα απορείς

που ξημερώνει;

 

[δεν ήξερα το δρόμο]

είπε τότε το πρωί

δεν ήξερα το φως που θα με βρει

κι αν θα με έβγαζε καλά

η στροφή

 

(παράξενο, λες,

σαν ξημερώνει)

 

κι ας στέκεσαι πάλι εκεί

που το σκοτάδι εχθές σε είχε δει

 

το πρωί πάλι ξημερώνει

στη γη

 

μιλούσε το σκοτάδι

με το πρωί και την αυγή

 

τους λέει για τα παράξενα

που συμβαίνουν στη γη

όσο έχει εκείνο θέση

να φυλάει τη σκέψη

και της νύχτας το φιλί

 

και τώρα φεύγει

να πάει κι αυτό να κοιμηθεί

είναι μεγάλη η νύχτα

να περπατάει μοναχή

 

[γιατί απορείς;]

αφού τραγούδησε για σένα ένα παιδί

μην απορείς που ξημερώνει.

οφθαλμίατρος

κάθε βράδυ σου έγραφα

θα αργήσω λίγο αλλά έρχομαι

 

ποτέ δεν τα διάβαζες

 

κάθε βράδυ έλεγα

θ’ αργήσω λίγο

αλλά μάλλον ψιθύριζα

και δε μ’ άκουγες

 

θα αργήσω λίγο

 

είμαι στο δρόμο

 

θα αργήσω λίγο αλλά

έρχομαι

 

ο γιατρός για τα μάτια μου έγραψε

δάκρυα.

καράβια από χαρτί 

μερικές μέρες οργίζομαι

όχι συχνά

κάποιες φορές

φοβάμαι

κοιτάω τα σχέδια που ‘χω φτιάξει

και αναρωτιέμαι

 

περιμένουν

υπομονετικά

μεσ’ το συρτάρι

- μάλλον το ‘μαθαν από μένα

 

σε διάφανους φακέλους

ψύχραιμα χαζεύουν

το νερό

υπομένουν

 

την δίψα

υπομένουν

να μένουν

στο βουβό.

 

κουράστηκα

δε θέλω άλλα σκίτσα

άλλα κωμικά επεισόδια

άλλες σκηνές

που προωθούν

το συναίσθημά μου

 

στον πόνο

στη θλίψη

στην οργή

 

ξόφλησα τ’ άλλα συναισθήματα

γι’ αυτές τις καταστάσεις

πλέον παίζουνε επαναλήψεις

και τ’ απόθεμα που μου ‘μεινε

είναι μόνο της οργής

και της ανείπωτης

ξεραμένης

κραυγής

 

 

ξερή

τσακισμένη

φωνή.

 

και πότε θα ‘ρθει

(πότε θα ‘ρθεις;)

 

τι άλλο να πω;

τι να φωνάξω;

 

στη ροή ταξιδεύουμε

αναβάτες σε δανεικό ταξί

 

χάρτινα καράβια

δεμένα να πλέουν μια ζωή

σε μια θάλασσα που δεν ήταν ποτέ

στη ζωή τους προορισμένη

να δεχτεί

ταξιδευτή.

 

και πάλι φτιάξαμε ξύλινα καράβια

σκαλίσαμε απ’ τα δέντρα μας σκαρί

 

τα χάρτινα καράβια βούλιαξαν

 

έλιωσαν στη σκηνή

σαν την πέτρα που πέταξα

παιδί μέσα στη λίμνη

και βυθίστηκε με ψιθυριστή κραυγή.

 

πότε ήρθα

και που πάμε από δω;

ακούω πίσω τη φωνή μου

ηχώ

και η απάντηση κρύβεται

στις λέξεις από ξένο

λέτε, θεατρικό

 

φοβάμαι τις μορφές που βλέπω

πότε-πότε στο νερό

φοβάμαι τις αντανακλάσεις

που αιμορραγούνε μες στο δειλινό

η μέρα σου τελείωσε

μπορείς να φύγεις τώρα απ’ το σκηνικό

και τότε ίσως να βρεις το καράβι σου

 

το καραβάκι που έφτιαξες πριν καιρό

θυμάσαι το δρόμο στην ακτή του;

θυμάσαι το τραγούδι που άκουγες

μικρός;

 

έρημη πόλη

κι εμείς ναύτες

σε άγνωστο, μας είπανε, γιαλό

 

δεν πειράζει

μου αρκεί

και γελώντας τρέχω στο δρόμο

περπατώ

γιατί ο άνεμος ταξιδεύει ακόμα

και είναι βαθύ μπλε ο ουρανός

 

μέσα του φύγανε σπουργίτια

όσα τραγούδια ξέρω να μιλώ

στα κοχύλια ζει μέσα μια παλιά ιστορία

απ’ τη γιαγιά και από το μουσικό

την ακούει ένα παιδί το βράδυ

που αναζητάει το γιαλό

 

αρκεί

λέω,

αναπνέω

για το πανί που έραψα

και φαίνονται οι κλωστές του σαν

χαρούμενο υφαντό

 

- πάρε το παλτό σου

Φεύγουμε από ‘δω.

έχω ένα σκαρί που έχει γνωρίσει

από μέσα

τη ροή

κι ας ήταν κάποτε φτιαγμένο

 

από χαρτί.

ακουαρέλα σε χαρτί, '23

σύμπτωση

παράξενο πράγμα το γέλιο

από τι βάθη έρχεται;

που ταξιδεύει;

για πού πλανάται

τι γυρεύει;

 

πηγάζει,

από του κόσμου μας κοιτάζει

το πηγάδι

και αναδύεται

 

ταξιδεύει να συναντήσει τον άνεμο

και να επισκεφθεί τελικά εσένα

σε κάποια από τις συναντήσεις μας

στα σοκάκια

του νου μας

 

μια φίλη μιλούσε χθες για τα παράλληλα

σύμπαντα

πώς ταξιδεύουν

 

ίσως να συναντήθηκαν κάπου, λέω

- και γελάμε

 

σύμπτωση

κι εμείς στο πριν

και πάλι στο μετά

 

(τώρα;)

 

εδώ μαζί σου εγώ γελάω

 

εδώ μαζί σου εγώ

γελώ…

'sailing away', ακουαρέλα σε χαρτί

μουσική

μερικές μέρες

η μοναξιά που νιώθω είναι

ανυπόφορη

- άλλες φορές

θέλω ν’ ανοίξει

στη γη απάνω

μια τρύπα μικροσκοπική

και να χωθώ βαθιά μέσα στης γης

το σώμα

να μπω βαθιά μέσα στο χώμα

και να μείνω εκεί

 

λέν’ κάπου-κάπου

λένε «ήθελα ν ‘ανοίξει η γη και να με καταπιεί»

μα, εγώ δε θα ‘μπαινα μέσα απ’ τη ντροπή μου

όχι, δε θα έμπαινα μέσα από ντροπή

θα έμπαινα γιατί εκεί μέσα στο σκοτάδι

έρχεται ζέστη από τη γη

 

μια γνώριμη, γλυκιά μαυρίλα

που σε προστατεύει, μοιάζει

σε σκεπάζει

σε αγκαλιάζει

 

σε παρηγορεί

 

γιατί ζητάς τη διαφυγή;

με ρωτάνε κάποτε φίλοι στο δρόμο

αφού, ξέρεις τη ματαίωση να κάνεις

μουσική

 

τους μιλώ για τη γραφή μου

για το μελάνι που ρέει στο χαρτί

(από πού ρέει; συζητάμε)

πού γεννιέται και κυλάει

η μουσική

 

ακούω που μιλούν για τα δικά τους βάθη

 

είμαι ένας αυτοσχεδιασμός in progress

 

(και κάποτε, κάποιες ώρες

ζητάω απλώς μια διαφυγή)

 

διάβασα εχθές από ένα γράμμα

λόγια

που μοιράστηκαν σ’ άλλη εποχή

 

απόσπασμα από παλιά στιχομυθία

που ένιωσα λες και συγκράτησε για λίγο

συγκράτησε για λίγο όλη μου τη

ζωή

 

(θα έλεγα τουλάχιστον, την τωρινή)

 

[…]

κράτησε με λίγες μέρες μεσ’ την αγκαλιά σου

άφησέ με, λίγο άσε με

να μείνω εκεί

να πάρω πάλι υπόσταση και χρώμα

ν’ αντέξω πάλι τη σκηνή

 

κράτα με μόνο μες στα δυο σου χέρια

τρυφερά

(ξέρεις) τ’ αγάπησα πολύ

και δε θα ‘χω ανάγκη πια κανένα χώμα

θα βγω πάλι στη σκηνή

 

όλη μου τη ζωή έπαιζα κομπάρσος

σ’ ένα έργο που κάθε βράδυ παιζόταν on repeat

 

είχα σπουδάσει τις ατάκες

ήξερα πάντα την επόμενη σκηνή

και το σενάριο είχε μείνει (μάθαμε)

να αιωρείται

είχε αφεθεί στην παρόρμηση

και τη φιλοτιμία

της στιγμής

 

και τώρα κάπου-κάπου

όταν βγαίνω στο σανίδι

με βρίσκω να φοράω τα ίδια κουστούμια

που μας ράψανε μικροί

 

και κάτω κείτονται στεφάνια

που έχουν μυριοπατηθεί

και τότε είναι που νιώθεις εκτός τόπου

και θες πράγματι να μπεις μέσα στη γη

τότε είναι που νιώθεις έξω από το χρόνο

αποσπασμένος

αποκομμένος από την ζωή

 

γυμνοί στέκουμε τώρα μπρος στον παλιό καθρέφτη

να μάθουμε να ράβουμε ρούχα απ’ την αρχή

 

και μ’ όση κλωστή μου έχει απομείνει

- κόκκινη, στριφογυριστή

θα ράψω δυο πληγές που ‘χω στην πλάτη

(όλο μου ανοίγουν)

επιμένουν να δίνουν μελάνι

- μήπως χρειαστεί

 

και φίλος μου ένα σκυλί

που αγαπάει

διδάσκει τι είναι αγάπη απτή

 

ξέρει τ’ όνομά σου

κι αν ακόμη δεν το ‘μαθες εσύ

 

αναδύεται απ’ την λαλιά μες στην ψυχή σου

και απ’ την άκρη των χεριών σου

που έμαθαν να παίζουν μουσική

 

(θα μπορούσαμε να πούμε)

ξεχαρβαλωμένες κιθάρες

ή καράβια από φθηνό χαρτί;

 

(και η κουρτίνα εδώ κάπου πέφτει)

 

κοιμήσου, πήγε τώρα

νωρίς

και ο κοκκινολαίμης μιλάει πάλι

 

έτσι είναι οι ζωές μας

 

λαούτα

σκιές παιχνιδιάρικες και χέρια

 

απάνω στην πολύφωτη

αιώνια σκηνή

 

θα κάτσω βράδυ να ακούσω το δίσκο

του Παυλίδη

μιλάει για ιστορίες

που ίσως έχουν

 

συμβεί.

ακουαρέλα σε χαρτί, '23

δε μ’ ένοιαζε το χάρτινο στέμμα μου.

δε μ’ έμελλε που ήταν φτιαγμένο

από χαρτί

 

γιατί το ζωγράφισες εσύ.

η μεγάλη (δια)φυγή/ ένα άδικο ποίημα

πάλι δεν κατάφερα να σου πω.

μπλέχτηκα μέσα μου κουβάρι. σαν θάλασσα

σε μέρα που φυσάει, και δε μπορείς να διακρίνεις

απ’ την άμμο το βυθό. κάποτε ίσως χτύπησα πάτο.

έπεσα με την πλάτη απ’ το στροβιλισμό.

 

καιρό τώρα γυρεύω ν’ ανασάνω.

 

σε θυμάμαι, σε θυμάμαι, σε θυμάμαι.

και πονάω.

 

τόσο ασήμαντο.

ασήμαντο, ασήμαντο, ασήμαντο.

 

δε σου χρωστάει κανείς γι’ αυτά που νιώθεις.

δε σου οφείλει να σε δει.

κάτσε αν θέλεις να υποφέρεις.

δική σου στο έργο η στροφή.

και αναρωτιέμαι, τι θα κάνεις

τώρα;

 

σε ποιον προβολέα θα φανείς;

και τι ζητάς απ’ τη ζωή του;

 

με σκέφτονται υπεράνω υποψίας.

με σκέφτονται όπως μ’ αγαπάν.

 

δε βλέπουν τη βρώμα στη σκηνή μου.

λες κι έχω επιλέξει το σημείο.

κι εκείνοι στέκονται κάτω απ’ το σημείο

οπτικής.

 

η γραμμή του ορίζοντα γράφηκε με αίμα.

και με ποιο καράβι να φύγω προς τα εκεί;

 

φοβάμαι μην είναι η μόνη φορά που με κοιτάν στα μάτια.

ξέρω το χρώμα τους όταν διαβάζω τι έχω γράψει.

αναγνωρίζω τη λάμψη τους όταν ακούω τη ροή.

 

μα, αργά τις νύκτες πότε-πότε το χρώμα ξεθωριάζει.

και ψάχνω στο σκοτάδι τι ήξερα

μικρή.

 

σε χρειάζομαι παραπάνω απ’ ότι πρέπει.

έχω ανάγκη να είσαι εκεί.

κι όταν το σκέφτομαι νιώθω πάλι αδυναμία.

νιώθω πάλι γελοία και κωμική.

 

πως είναι οι σχέσεις των ανθρώπων;

που υπάρχει η τομή;

 

έκλαψα εχθές από το πόσο μου λείπεις.

επέτρεψα στον εαυτό μου να χαρεί.

ένιωσα ένα κενό μες στο στομάχι, μια γροθιά

να με ρίχνει ξανά πάνω στη γη.

 

και μες στη ζάλη μου θυμόμουν τη ματιά σου.

την άκουσα να με καθοδηγεί.

δε σκέφτηκα πως είναι πλάνη.

όταν το είδα είχα πια χαθεί.

 

και τώρα γυρνάω ξέμπαρκος στους δρόμους της ερήμου.

γυρνάω με το στήθος ανοιγμένο στον καιρό.

κι ό,τι ζητάω είναι μέρες μακριά μου.

 

τα βράδια ξανά ράβω το πανί.

 

καλωσήλθες στην πλευρά μου που φοβάται.

καλωσήλθες στην πλευρά που ξαγρυπνεί.

 

ο ήλιος φωτίζει τη ζωή μου.

η ψυχή μου μαζί του τραγουδεί.

 

αυτό είναι το πιο σκοτεινό ποίημα που έχω

γράψει.

 

καλωσήλθες στο πως βιώνω τελευταία (;)

τη ζωή.

 

μ' αυτό το ποίημα σου ζητάω να με βοηθήσεις.

σου ζητάω να μου πεις.

 

σε παρακαλώ, πες κάτι.

πες μου πως δεν έχω στη ζάλη πλανευτεί.

 

κοίτα με, αλήθεια, κοίταξέ με.

κρίνε με για τα ξενύχτια στη ζωή.

 

κρίνε σκληρά, απλώς πες κάτι.

αντέχω, μίλησέ μου, να χαρείς.

 

κοίτα με σαν να μην ξέρεις.

κοίτα με σαν να μην είδες τη γραφή.

 

δεν έχω νιώσει όμοια ποτέ μου.

τελευταία δε με χωράει η μουσική.

 

αναζητώ τραγούδια που δεν ξέρω.

βάζω κι ακούω τραγούδια που δεν με γνώρισαν ποτέ.

 

βρήκα εκεί μέσα τις σκιές μου.

βρήκα το χρώμα από το βρόχινο νερό.

βρήκα εκεί μέσα χώρο να ξαποστάσω.

λέξεις για ν’ ακουστώ.

 

αυτό είναι το ποίημα της ζωής μου.

και ντρέπομαι να σου το πω.

 

πρώτη φορά έφυγα φορώντας ανόμοια σκουλαρίκια.

ασυμβίβαστα, σχετικά.

ευθείες που λένε τέμνονται απ’ τη μοίρα τους

μόνο μία φορά.

 

κι εγώ γυρνάω και ζητάω μόνο να μ’ ακούσεις.

ζητάω μόνο να καταφέρω να σου πω.

 

απόψε πάλι γράφω.

διπλώνομαι στο στρώμα μου στα δυο.

απόψε πάλι αιμορραγώ.

 

αναρωτήθηκα εχθές μήπως το κόκκινο ήταν

χρώμα πλαστικό.

 

ίσως είναι καιρός να φύγω για λίγο.

τάχα να εξαφανιστώ.

 

καιρός…

 

να σκαρφιστώ τον πηγαιμό.

 

σου είπα πως για καιρό δε γράφω.

ίσως και να ‘ταν για καλό.

 

με σέβεσαι γι’ αυτό που νομίζεις ότι είμαι.

νιώθω.

 

και γίνομαι έτσι άδικη στο λεπτό.

 

που χάθηκα εχθές το βράδυ;

σε ποιο τόπο πατώ;

βιώνω την πτώση πάλι

στο κενό.

 

(δεν έχουν τέλος οι στροφές μου

γιατί έχω τόσα να σου πω.

 

σήμερα με τρόμαξε η φωνή σου.

 

η δική μου εκδίδεται καιρό.)

σθένος

δεν ξέρω γιατί κάθε φορά που θέλουμε να μιλήσουμε για κάτι άσχημο,

κακό, μιλάμε για σκοτάδι.

στο σκοτάδι συνήθως, απλώς δεν υπάρχει ορατά το φως. αυτό δεν κάνει το σκοτάδι

επικίνδυνο,

δεν το κάνει μοχθηρό.

τι κι αν απλά δίνει το χώρο στο φως να ξαποστάσει;

αν παίρνει το τιμόνι και φυλάει τη λάμψη

για να φανεί πάλι με σθένος

στο κενό.

 

όχι, δε φοβάμαι το σκοτάδι. κρύβει φιλία και

καημό.

 

δε φοβάμαι το σκοτάδι. φοβάμαι, όμως,

τρέμω

το βουβό.

στο δρόμο για το καραβάνι

και περιμένω

περιμένω

 

πότε θα ‘ρθει το καραβάνι

να με πάρει

 

είπανε θα ‘ρθει

θα ‘ρθει μια στιγμή

θα περάσει από τη γη μας

να μας πάρει

 

ο παππούς μου κοιτούσε χρόνια

χρόνια κοιτούσε για το καραβάνι

 

είχε μάθει τον τρόπο που γυρίζει

ο άνεμος

αλλιώτικα όταν πλησίαζε

όταν πλησίαζε το καραβάνι

 

το άκουγε στα φύλλα και στη γη.

 

τώρα βλέπω τον πατέρα μου

να στέκει σιωπηλό στο μονοπάτι του

(να στέκει στο σιωπηλό μονοπάτι του)

μήπως και δει

 

- στέκει να δει το καραβάνι

 

οι φλογέρες του ηχούν

πέρα

πέρα

 

και κάποιες φορές αργά

λες, ο αγέρας φέρνει τους ήχους

από τα βήματα των αλόγων

και των ταξιδιωτών.

 

ποδοβολητό τρελό

πέρα απ’ το λόφο.

 

σήμερα έχει ολόγιομο φεγγάρι.

the fool. '23

λέμε συχνά,

έχω μέσα μου δάκρυα

 

αυτές τις μέρες βρήκα πως έχω μέσα μου

γέλιο.

Ο γελωτοποιός

δεν πιστεύω καν αυτό που λέω

ακούγεται πως δεν πιστεύω το νερό

μα, δεν τα’ αγάπησα λιγότερο ποτέ μου

 

τώρα μαθαίνω

σιγά-σιγά μες στη ζωή μου προσπαθώ

ν’ ακούσω πως λέγονται τα ρεύματα

τι όνομα φέρουν στο βυθό

 

ψεύτης δεν ήμουνα ποτέ μου

μετά χαράς υπάρχω για να διασκεδάσω.

ράφτηκα γελωτοποιός.

και είμαι για σένα καπετάνιος

για μένα σκαλιστό περιδέραιο

άγριο πετράδι κι οδηγός.

περήφανα υποκλίνομαι

ως οδηγός του καραβιού μου

κάποτε σε αδειανό κοινό (-κενό)

 

καπετάνιος που γελάει με τους ανέμους

και το ρεύμα που κυλάει

και ρέει

 

μέλλον, εδώ και τώρα, παρελθόν.

 

κάποτε γράφω για να υπάρξω.

τραγουδώ για να υπάρχω

και να ζω

 

και οι ράφτες παραιτήθηκαν πριν φύγουν

άφησαν, όμως, πίσω τους κλωστή

και τρεις καλές βελόνες

 

ράβω τα ρούχα μου να υπάρξω

τραγουδάω (που)

ζω

 

και πάλι στο δρόμο περπατώ

πάω μαζί με το νερό

κάπου κράτησα μια σκέψη…

 

γράφω και είναι καθήκον μου να γράφω

γιατί κάποτε δεν μπορώ να θυμάμαι.

 

είμαι τώρα στο δρόμο.

μουρμουράω

 

έγινα μουσκίδι

στη βροχή.

Περσείδες

πόσα ποιήματα

κάθε ματιά και ποίημα

 

κάθε αγκαλιά

κάθε κενό

 

κάθε απουσία

κι ένα ποίημα

 

πήραμε πτυχίο στη ματαίωση

γηράσκω αεί διδασκόμενος

 

και μες στη ζάλη μας

αναζητάμε ονόματα στ’ αστέρια

 

δεν μου είπαν πως δεν άφησες το δικό σου ποτέ

κάποιοι -άλλοι- παλιά φτιάξανε χάρτες

για τα μάτια σου

 

για τα μάτια τους

 

για τα μάτια μου

 

που να φωνάξω ότι μου λείπεις;

που να φωνάξω ότι πονώ;

 

και πες μου τι έπρεπε να κάνω;

έγινε η περηφάνια μου χάλι

και κάπου πίστεψα πως θα ιδωθούμε

 

οι κραυγές λέει ακούγονται παντού οι ίδιες

 

(μ’ ακούς που φωνάζω;)

ψιθυριστά

 

αν είχε νόημα θα είχες έρθει

 

αν ήταν να βρεθούμε

λέω, θα ήσουν τώρα εδώ

 

σου λέω απλά ότι μου λείπεις

(ή μου έλειπες

 

δεν ξέρω πια)

 

τα τζιτζίκια τραγουδάνε

και είναι Αύγουστος

 

τ’ ακούς πως τραγουδάνε;

άκου τα

 

οι ιστορίες είναι κρυμμένες εκεί

 

διδάσκουν

αεί γηρασκόμενοι

 

- άλλο ένα ποίημα

για σας που ήσασταν (πεφτ)αστέρια

 

και είμασταν εμείς που πέσαμε

 

εσείς, όμορφες

Περσείδες

 

(πόσο σας αγάπησα)

 

σκαρφίζεστε και

καλλιτεχνείτε

 

το κενό.

'Αύγουστος', ακουαρέλα σε χαρτί, '23.

αναζήτησα να ζωγραφίσω τον Αύγουστο

αναζήτησα να ζωγραφίσω τον Αύγουστο

μέρες χορεύει μες στα σκίτσα μου

μέρες τραγουδάει

μέρες ξαποσταίνει

λες, στο δρόμο μου

στο δρόμο του

 

όπως και ο χρόνος

κυλάει

οι μήνες

παιδιά της αυτοσχέδιας

αιωνιότητάς μας

 

και μάθαμε ποτέ τα ονόματά τους;

 

εκείνος μέρες ακούει το δικό μου

το εμπιστεύομαι

στα χέρια

και τα μάτια του

 

το όνομά μου

τον Αύγουστο

 

και μιλάει

 

για τα ποτάμια

τα ξενύχτια του ήλιου

και τα σύκα

 

τα σύκα

 

στα σκίτσα μου τρέχει το κόκκινο

σαν αίμα

έχουν φλέβες τα σκίτσα μου

και ρέει

το (δικό μου) αίμα

 

το αίμα

 

ο άλλος μεγάλος ποταμός

 

φυσάει τα ζεστά απογεύματα του Αυγούστου

κάπου θυμάμαι κάτι άλλο

ένα παράξενο

déjà vu

 

μέρες ανασαίνει με τον άνεμο

- μες στον άνεμο

ένα αεράκι ελαφρό

σπινθηροβόλο

 

ηλεκτρικό 

 

γυρίζει με νόημα γύρω από τον κέδρο

ανακατεύει τα χαρτιά μου

 

και κάπου μεθυσμένο

με αυτό που λέω ότι θυμάμαι

 

τι θυμάμαι;

 

 

ήθελα να ζωγραφίσω τον Αύγουστο

μα, νομίζω βρήκα το Σεπτέμβρη

 

είμαστε στο κατώφλι του χρόνου

και κάπου τα χρώματα των παιδιών του

ταξιδιάρικα μοιράζονται τη λύπη

 

(τι λείπει;)

 

 

ο Αύγουστος ζούσε στα σκίτσα μου

απ’ την αρχή.

'αναζήτησα να ζωγραφίσω τον Αύγουστο,

μα νομίζω βρήκα το Σεπτέμβρη'

mixed media, Αύγουστος '23.

σημεία στίξης

εκεί που χτυπούσε το φεγγάρι

στη μεγάλη πανσέληνο

 

μάγια, γιατροσόφια

γυαλικά

 

λογισμοί, αναζητήσεις

αερικά

 

οι άνεμοι το βράδυ

κι εσύ

ένα κάπου

κάποτε

ένα τώρα, εδώ

 

(και -πώς- με ρωτάν για σένα)

 

η άμπωτη έγινες μέσα μου

και η πλημμυρίδα

 

εσύ

που ζεις μέσα στο γύρισμα

του χρόνου

 

στο χρόνο, αλμυρός

 

και πως πέρασε

 

 

ο χρόνος

 

 

κι όπως ξέρουμε,

η μνήμη

η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη

 

παλίρροιες των λογισμών της ιστορίας

της αδικίας, της ιστορίας

 

βρόχινο νερό της πειρατείας

του χορού, της μουσικής

της εξ-ουσίας

 

πανσέληνος και

τα λόγια της μεγάλης κυρίας

είπε, η μνήμη

 

«η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη».

- α! και

 

(που είσαι)

 

κορώνα ή γράμματα;

 

 

- με την κορώνα μου

(ο)

γελωτοποιός

πάντα

​​γράμματα.

bottom of page