Μυρτώ Κουκοδήμου
στη βροχή...
το τραγούδι του κήπου
inkpot gods, The Amazing Devil
και σαν κομμάτι που ξέρω
από καιρό
αλλά έχω καιρό να το παίξω
γυρνάς
και γυρίζεις στη σκέψη μου
ακουμπάω στα πλήκτρα
και παίζω τάχα
κάπως επαρκώς
γιατί δεν το θυμάμαι καλά
βασίζομαι, λες
στη μνήμη των χεριών μου
αλλά η μελωδία μπερδεύεται
και μπλέκονται ξέμπαρκες νότες
στο τραγούδι που προσπαθώ
να θυμηθώ
το θυμάσαι το τραγούδι μου;
ήτανε και δικό σου.
στον κήπο η μελωδία
ακούγεται αχνά
ξανά
- ίσα που ξεχωρίζει
και συνεχίζω να παίζω
στο ίδιο tempo
μοιάζει να χορεύεις ακόμα
στον ίδιο ρυθμό
μα, πια δεν ξέρω
στον κήπο τα λουλούδια
τραγουδούσανε
και σε είχα δει να τους μιλάς
και να τους παίζεις την κιθάρα σου
- εγώ κοιτούσα κρυφά
από το άνοιγμα της πόρτας-
θα 'ρθεις να χορέψουμε;
να 'ρθω, θα 'ρθεις;
ήρθα
που είσαι;
δε θυμάμαι όλες τις νότες
κι αν δεν έρθεις
το τραγούδι που ακούγεται
στον κήπο
θα μείνει μισό
ακούω να λέει
αν δεν γυρίσω πίσω
να ξέρεις σ' αγαπούσα
σ' όλο το δρόμο σ' αγαπώ
και δυναμώνει τάχα η μελωδία
και ξυπνώ.
περπατώ
έλεγα θα σε συναντήσω
στο γυρισμό
μα
δεν ξέρω αν βγήκες έξω
και γυρνώ.
ταξίδι στις επτά θάλασσες
Chelsea Hotel #2, Leonard Cohen
ταξιδεύαμε μαζί τις επτά θάλασσες
μ ' ένα παλιό σκαρί
που στριφογύριζε στο κύμα
έπαιζε, λες,
με το νερό, και την αλμύρα
τα πανιά του
πολύχρωμα και
κάπου
λίγο φθαρμένα
μιλούσαν
για τον καιρό που ταξίδευε
- περιπλανιόταν
και διάβαινε
τους δρόμους των ανέμων.
προσκαλούσαν, θ' ακούσεις να λένε
κάπου
οι άνεμοι
το ταξιδιάρικο σκαρί
κι εκείνο γελαστό, πρόθυμο
και ζωηρό
απαντούσε
ακολουθούσε και
έβαζε πλώρη
για τον άνεμο
μαζί του τραγουδούσε.
κινούσε να πάει
για 'κει που ξεκινούσαν τα τραγούδια
'κείνα που ήταν μαζί και οδηγός
στο δρόμο
και άστρο
και πυξίδα
φαναράκι, καλό μου, στο ζόφο
καθοδηγούσαν το ταξίδι πέρα
για την παλιά Αιολία
και τ' όνομα που φωνάξανε τότε
Ζέφυρος.
εκείνα τα όμορφα πανιά
με τα αυτοσχέδια μπαλώματα
- άλλοτε κομμάτι της φούστας σου,
άλλοτε σχισμένα από το ρούχο
στο κορμί μου.
γελούσαμε και αργά τα βράδια
τα ράβαμε μαζί ένα - ένα
παρέα
κι εσύ να σιγοτραγουδάς
με μάτια - τα θυμάμαι ακόμα
ήρεμα, τρυφερά
κι ένα χαμόγελο αχνό, κάπως δειλό
σκοπούς που άλλους τους ήξερα
κι άλλους τους γνώρισα από σένα.
κάποια βράδια όταν πήγαινε αργά
σε έβρισκα να κοιτάζεις τ' αστέρια
και να μιλάς σ' εκείνα τα παιδιά
- ήταν παιδιά τ΄ αστέρια
και το βράδυ στο δρόμο βγαίνουν, μιλάνε και γελάν
γυρίζουν στις γαλάζιες πλατείες, χορεύουν ζωηρά
τρεμοπαίζουν
και αντανακλώνται οι φωνές τους
στης γης τα ποτάμια
και τα νερά
και αντηχούνε στων δέντρων
την παλιά φορεσιά
μιλούσες και σ' άκουγα να λες
σ' εκείνα τα παιδιά
να φυλάξουν για λίγο
να κρατήσουν κοντά τους
τη ματιά μας, το φιλί, την αγκαλιά
να κρατήσουν
έλεγες ταπεινά
για μας
τα λόγια, τη ματιά μας, την ερημιά
να μας φυλάνε για λίγο
να μας θυμίζουν, να μας πονάνε
και να μας οδηγάν.
- φυλαχτό όταν μου μιλούσες για τ' αστέρια
χαμογελούσες όταν σου 'λεγα πως είναι
παιδιά...
(χρόνια πολλά σήμερα)
θυμάσαι το παλιό σκαρί;
κάποτε αναρωτιέμαι
και λέω
τα μπαλώματα να 'ναι γερά
και να το φέρουν με ρυθμό
στους τόπους
να μην το προδώσουν
στα νερά.
ποια πόλη να χαιρετάει τώρα;
ποια ακτή;
γελαστό θα ΄χει μαζέψει τραγούδια
κι όταν περάσει πάλι από 'δω
για λίγο θ' ακουστούν
- πάλι στον κήπο
θα τραγουδήσουμε...
σχεδόν
όπως τα ταξίδια τα παλιά
γιατί η γραφή μου έχει αλλάξει
καλέ μου, όπως κι αυτή των τραγουδιών.
πάντως, αν τύχει και συναντήσεις κάπου
το μικρό σκαρί
θα δεις, στο ξύλο αχνοφαίνεται ακόμα
που είχαμε χαράξει τις ζωές μας.
κι αν κοπιάσεις να το βρεις
ρώτησε τις κόρες της Μελπομένης
αν τις δεις
- η φωνή γνώριμη, θα δεις
ήταν εκείνες που φωνάξανε τότε
Ζέφυρος.
(κι ας μη φτάσαμε ποτέ) φτάσαμε ποτέ;
το μόνο
Garden Song, The Dead Tongues
το μόνο
αν σου ζητούσα κάτι
θα ήταν αυτό
να με θυμάσαι που και που
ώστε, αν σβήσω για πάντα
αν χαθώ
να ξέρω πως θα γυρνάω
για λίγο στη σκέψη σου θα ζω
θα υπάρχω
σε κάποια μακρινή γωνίτσα
στο μυαλό σου
κι όταν πέφτει λίγο ηλιόφως,
όταν τη βλέπει λίγο φως
θα ξανα γεννιέμαι,
θα υπάρχω και πάλι θα ζω,
και θα βλέπω τα όμορφα πράγματα
που συναντάς
στους δρόμους της ζωής σου
μιαν άνοιξη,
ένα όμορφο πρωινό,
ένα παιδί που παίζει στο δρόμο
- φυλαχτό -
κι ένα κορίτσι που χορεύει ξυπόλυτο
πλάι σ' ένα του δρόμου μουσικό
ένα δείλι...
που τόσο τ' αγάπησα
και τ' αγαπώ
ένα τραγούδι
κι ένα φλιτζάνι καφέ
ελληνικό.
όλα θα τα θυμάμαι
και θα τα ξανα ζω
όταν για λίγο με θυμάσαι.
όταν για λίγο με θυμάσαι
και μ' αφήνεις, τάχα
λίγο στις σκέψεις σου
να γυρίζω
να γυρνώ κι εγώ μαζί με τις νότες
από 'κείνο το τραγούδι
που ακούγεται στο ράδιο ένα πρωινό
σαν φτιάχνεις τον καφέ σου, διπλό
στην κούπα που έχει για χρώμα
το μπλε
ίδιο με τις θάλασσας
κάπου κι εγώ στριφογυρνώ
στη μελωδία από ένα φευγαλέο χαμόγελο
γλυκό
που όσο περνάνε τα χρόνια μοιάζει
ανεπαίσθητο, μα
εγώ το βλέπω
θαρρώ
λίγες νότες αρκούν
για έναν χορό σαν εκείνον.
θα ΄λεγα.
μα, με τ' αεράκι εγώ
στριφογυρνώ
κι αν γίνομαι σκέψη
που και που μες στο μυαλό σου
ας είναι.
θα σ' ακούω
κι άμα θέλεις θα σου τραγουδώ
για λίγο,
γιατί, έχω αγαπημένε
και δικές μου σκέψεις
κι εκεί που πάω στήνουνε χορό
και περιμένουν
με προσμένουν
και τους αγαπώ
πέρα στα δάση
μιλάνε για αγάπη
και καημό
και τραγουδάνε
για γέλιο, και δροσιά
και κρύο, γάργαρο νερό
ακούγονται,
αντηχούνε
κεντάνε αέρα και ηχώ
και φτάνει πλάι στις πολιτείες
και προσκαλεί
αυτόν που θεωρούσαν ναυαγό,
το παιδί, τον καλλιτέχνη, τον ονειροπόλο
και το μουσικό
κάπου-κάπου
σε θυμάμαι
κάποτε - άλλοτε -
θα έλεγα
"σε αναζητώ"
είχα βγει ένα φεγγάρι πριν καιρό
μα, αγαπημένε,
στις σκιές δε φαίνεσαι
όσο κι αν θέλω να σε δω.
ο άνεμος δε μένει σ' ένα μέρος
και εγώ τώρα γυρίζω
και στριφογυρνώ
πάω παρέα με τη ζωή μου
φίλοι γνώριμοι είμαστε
από καιρό
άκου!
κάτω στο ποτάμι στήνουνε χορό!
και τα ρεύματα κυλάνε
κι εγώ θα μείνω
θα ταξιδεύω και θα τραγουδώ
(μ)προς το μεγάλο, θαυμάσιο
ποταμό
κι ίσως κάποτε τα ξανα πούμε
μα, για την ώρα
στο καλό.
σε κάποιο δρόμο τις μικρής σου πολιτείας
κι εγώ στα περίχωρα ποιητής.
βροχή
Have you ever seen the rain? / Creedence Clearwater Revival
και τώρα
το μόνο που θα ήθελα να ξέρω
το μόνο που θα ρωτούσα να μάθω
για σένα
είναι αν ποτέ είδες
τη βροχή
κι όλο ρωτάω μια ερώτηση
που ποτέ σε φτάνει
κάπου
δεν πηγαίνει πουθενά
ρωτάω απλώς για να υπάρχει
γιατί απλά ζητάει να βγει
να πλανευτεί με τον αέρα
να αναγνωριστεί
στο δρόμο μερικές φορές
τα πρόσωπα σου μοιάζουν
και πιάνω τον εαυτό μου να χαμογελάει
λίγο
και μετά μου τη λέω
λίγο
και ξανακοιτάω και γελώ
για την ερώτηση που πλιανιέται
απλά
σαν συννεφάκι
είδες ποτέ τα σύννεφα;
φέρνουνε βροχή
πες μου την είδες;
την άκουσες να πέφτει
και να ηχεί
μικρή σταγόνα στο διάβα των αιώνων
βροχή στα μονοπάτια των καιρών
και μετά βγαίνει πάλι ο ήλιος.
απάντηση το συννεφάκι μου, βέβαια
δεν παίρνει
μένει το ερώτημα
σαν το στήθος ανοιχτό
- ανοιγμένο
καιρό
ας είναι,
λέω
και η ανοησία με την αφροσύνη
στήνουνε χορό
πιάνονται χέρι-χέρι
και παίζουν στο νερό
αναρωτιέμαι
τι απ' τα δυο;
τις κοιτάω και γελώ.
είναι όμορφος ο κόσμος όταν βρέχει.
κι αν κρατήσεις από μένα κάτι
θα 'λεγα, ίσως αυτό
να χαιρετάς τα σύννεφα
σαν περνάνε
και να γυρίζεις λίγο τη ματιά σου πάνω
πες τους "γεια σου!"
θυμήσου, κουβαλάνε τη βροχή
στους τόπους
- χαμογελάνε
σαν επάνω περπατάν.
κι όλο λέω θα γυρίσω
γιατί έχει ώρα που έπεσε το φως
δε νομίζω πως περπατάω σε κύκλους
μα, θυμάμαι, έχω περάσει ξανά
από δω.
βρέθηκα κι άλλοτε σ' αυτό το σταυροδρόμι
που τώρα στέκει σιωπηλό
και πάλι ήθελα να ξέρω
εκείνο έλεγα μόνο
να κρατώ
τα ονόματα είναι παράξενη ιστορία
και λένε μια κλεφτή ματιά αρκεί
για ένα τραγούδι από εκείνα
μεταξύ μας
- και τα ταξίδια του ανέμου συνεχίζουν.
πόσο μπορεί ένας άνθρωπος να στέκει;
να στέκει σ' ένα σταυροδρόμι
και να προσμονεί
πάνω στο γρασίδι ξαποσταίνει
τ' όνομά σου
σφυρίζει σε ένα άστρο την αυγή.
κι εσύ πότε πότε
στο δρόμο βγαίνεις και σφυρίζεις
στον κρύο αέρα έναν γνώριμο σκοπό
πλανιέται γνώριμος
κι εγώ έχω τάχα αραχνοΰφαντο μανδύα
για όταν έξω περπατώ.
έλεγα αν σε πετύχω στο δρόμο
κάποτε να σε ρωτήσω
να σου πω
για 'κείνο το συννεφάκι που γυρίζει
ανοιξιάτικο και μοναχό
πες μου, είδες τη βροχή ποτέ να πέφτει
να σκάει
και να αντηχεί
πες μου, καλέ μου πλανευτή
είδες ποτέ σου
τη βροχή;
αγριολούλουδα
Song to the Siren, Tim Buckley
μέσα μου έχω το αλμυρό νερό
και νιώθω τους κυματισμούς του
νιώθω τη θάλασσα
σα να 'ναι μέσα μου η γαλαζοπράσινη αφή
τ' άγγιγμά της
ένα καλοκαιρινό απόγευμα
λίγο πριν τη δύση
λίγο πριν να ζωγραφίσει
ο ήλιος
τη μορφή του
τα παιδιά του νου του
και της καλοσύνης του
στον ουρανό
κι εκείνος τα δέχεται
ανοίγει τους δρόμους του να τρέξουν
να ξεχυθούν
ατίθασα να χορέψουν
αγιολούλουδα
στον κήπο των αιώνων.
κι εγώ μέσα στο νερό
μες στην αλμύρα
με στην αγκαλιά της μάνας
θάλασσας
παρέα με το φίλο μου το κύμα
νιώθω το νερό ζεστό
απαλά ξαποσταίνουν πάνω του
ηλιαχτίδες
και με τυλίγουν
ηρεμία
στο τέλος του κόσμου
και στην πνοή
του αγέρα.
κι ύστερα νιώθω
κρύο
παγωμένο ρεύμα
να αναδύεται
να ακολουθεί παράλληλα την άμμο
που παίζει με τις διάφορες ανάσες του νερού
να θεριεύει από το βάθος
σιωπή.
κι εγώ με το λαούτο στην αυλαία
νιώθω τις ματιές τους και γελώ
αναπνέω
βλέπω τον κόσμο απ' το νερό.
πλέον απόψε δε φοβάμαι
να κάνω το γελωτοποιό.
ατελή τέλη
Another Time, Pealrs Before Swine.
θα ήθελα να σου πω πως σ' αγαπάω
όλοι οι ήλιοι μου δείχνουν σε σένα
δείχνουν εσένα
ώριμοι δρόμοι, παιδικοί
ρώτα τους φίλους μου και θα σου πούνε
ημίφωτοι δρόμοι, μουσικοί
σ΄ ένα τραγούδι υπάρχεις που (δι)αρκεί.